- ἔρισμα
- ἔρισμα, ατος, τόA
, (ἐρίζω)
cause of quarrel,Il.
4.38.II ἐρίσμασιν· εἰρεσίαις, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
, (ἐρίζω)
cause of quarrel,Il.
4.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έρισμα — ἔρισμα, τὸ (Α) [ερίζω] αιτία, αφορμή φιλονεικίας … Dictionary of Greek
ἔρισμα — cause of quarrel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίσμασιν — ἔρισμα cause of quarrel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίσματα — ἔρισμα cause of quarrel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)